μαντάλωμα

μαντάλωμα
το
η ασφάλιση της πόρτας με μάνταλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαντάλωμα — το [μανταλώνω] το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα …   Dictionary of Greek

  • μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”